- πολύσπορος
- -η, -ο / πολύσπορος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμοςνεοελλ.(με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδοςαρχ.αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο.επίρρ...πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑμε πολύσπορο, δηλ. καρποφόρο τρόπο, γόνιμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σπόρος (πρβλ. νεό-σπορος)].
Dictionary of Greek. 2013.